- πινακίς
- ἡ, ΜΑβλ. πινακίδα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πινακίς — codicils fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πινακίδα — πινακίς codicils fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πινακίδας — πινακίς codicils fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πινακίδες — πινακίς codicils fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πινακίδι — πινακίς codicils fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πινακίδος — πινακίς codicils fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πινακίσι — πινακίς codicils fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πινακίσιν — πινακίς codicils fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πινακίδα — η / πινακίς, ίδος, ΝΜΑ νεοελλ. 1. μικρή πλάκα, ξύλινη ή μεταλλική, πάνω σε θύρα, τοίχο, διάδρομο, συρτάρι, δρόμο, διασταύρωση, η οποία φέρει επιγραφή, η ταμπέλα 2. ειδικό πλαίσιο με τον αριθμό κυκλοφορίας οχήματος μσν. αρχ. μικρό πινάκιο, δέλτος… … Dictionary of Greek
πινακίδιο — το / πινακίδιον, ΝΜΑ [πινακίς, ίδος] νεοελλ. 1. μικρό πινάκιο από χαρτόνι ή χαρτί στο οποίο σημειώνεται κάτι 2. τριπλότυπη κατάσταση, στην οποία αναγράφονται οι εντολές αγοραπωλησίας χρεωγράφων από χρηματιστές μσν. αρχ. μικρή πινακίδα για γραφή,… … Dictionary of Greek